- τεσσαρακαιδεκάδωρος
- τεσσᾰρᾰκαι-δεκάδωρος [κᾰ], ον, (A
δῶρον 11
) fourteen hand-breadths long, AP6.114 (Simm.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δῶρον 11
) fourteen hand-breadths long, AP6.114 (Simm.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεσσαρακαιδεκάδωρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρακαίδεκα + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. πεντά δωρος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακαιδεκάδωρα — τεσσαρακαιδεκάδωρος fourteen hand breadths long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)